-
1 Διόσκοροι
A the sons of Zeus, i. e. the twins of Leda, Castor and Polydeuces, h.Hom.33.1, etc.: dual Διοσκόρω, τώ, Ar. Pax 285, Ec. 1069, E.Or. 465, Amphis 9, Men.846, Them.Or.21.253d: sg. dub. in Hippon. 120, cf. Varro LL5.66: Διόσκοροι is required by metre in E.Hel. 1643, El. 1239: ; , cod. Laur. in Th.3.75: both forms in codd. of Hdt.2.43, 6.127.II constellation named from them the Twins, Eratosth. Cat.10.III = παρωτίδες, Gal.19.440, Eust.410.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόσκοροι
-
2 Διόσκουροι
Grammatical information: pl.Meaning: `Sons of Zeus', name of the young gods Castor and Polydeukes (ion. hell.)Derivatives: Διοσκο(ύ)ρειον, - ριον `temple of the D.' (Att. etc.), τὰ Διοσκο(ύ)ρ(ε)ια, -ήϊα (after βασιλήϊα etc.) `feast of the D.' (inscr.), Διοσκουριασταί nam of the worshippers (pap.; cf. Διονυσιασταί), Διοσκουριάς a town.Origin: IE [Indo-European]\/GREtymology: Univerbation of Διὸς κοῦροι ( κόρω), cf. Schwyzer 427 and 445. S. s.v. Ζεύς and κόρος 2. Cf. also Τυνδαρίδαι. - On the Dioskouroi Nilsson Gr. Rel. 1, 406ff..Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Διόσκουροι
-
3 Διόσκουροι
Διόσκουροι, ων, οἱ fr. Δίος κοῦροι ‘Sons of Zeus’ (Hom., Pind. et al.; ins; pap, e.g. BGU 248, 13 [I A.D.]; Mayser 10f; B-D-F §30, 3; Rob. 199—Ionic form) the Dioscuri title (first used in IG 359 and then Hom. Hymns 33, 1) of Castor and Pollux (Πολυδεύκη), twin sons of Zeus and Leda, serving as insignia and also tutelary deities (οἱ σωτῆρες ‘the Savior Gods’ IG XII/3, 422 et al.; on their temple and epiphanies at Rome s. Dionys. Hal. 6, 13) of an Alexandrian ship Ac 28:11 (cp. Lucian, Navig. 9; Epict. 2, 18, 29; Ael. Aristid. 43, 26 K.=1 p. 10 D.: Δ. σῴζουσι τοὺς πλέοντας et al.).—AFurtwängler, art. ‘Dioskuren’, in Roscher, I 1154–77; RHarris, The Cult of the Heavenly Twins, 1906; KJaisle, D. Dioskuren als Retter z. See, diss. Tüb. 1907; ACook, Zeus, 1914, I 760–75; LFarnell, Greek Hero Cults, 1921, pp. 175–233; Kl. Pauly II 92–94; RAC III 1122–38—DDD. DELG s.v. Ζεύ. M-M. -
4 Κρονίδας
Κρονῐδας (-ίδα, -ίδαο, -ίδᾳ, -ίδα; -ιδᾶν, -ίδαις, -ίδαι.)1 son of Kronos Zeus,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.43
“ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (v. Νεῖλος) P. 4.56Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ P. 4.171
μάλιστα μὲν Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν, θεῶν σέβεσθαι P. 6.23
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.23
καρτερόβρεντα Κρονίδα fr. 155. Cheiron, “ Κρονίδᾳ Χίρωνι” P. 4.115παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.47
pl., Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν (ἀντὶ τοῦ φερτάτου Κρονίδου· Διὸς γὰρ Λοκρὸς ὁ πρόγονος αὐτῶν. Σ.) O. 9.56εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.25
Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118
ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (Zeus & Poseidon) I. 8.45 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ' Αἰολάδᾳ εὐτυχίαν τετάσθαι the gods Παρθ. 1. 12. -
5 ἀρχά
ἀρχά (ἀρχά, -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ά; -αί, -αῖς)a kingdom, realm τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ i. e. here on earth O. 2.58ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.61
[v.ἀρχαῖος P. 4.106
]b beginningἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα tracing the earlier origins of the Olympic festival O. 10.78 μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται ( ἀρχαί v. l.) O. 11.5 ( φόρμιγξ)· τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, ἀγλαίας ἀρχά P. 1.2
τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. τοὺς Ἀργοναύτας) P. 4.70πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς P. 4.132
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.8
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. 2. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια i. e. basis fr. 205. 1. ἀρχᾶθεν: in the beginning, of oldπρόγονοι, ἀρχᾶθεν Ἰαπετονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.55
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν I. 4.7
-
6 κόρα
κόρα, κούρα (κόρα, -ᾳ, -αν; -οι, -ᾶν, -αισι: κούρα, -ας, -ᾳ, -αν; -αις.)a daughter esp. unmarried daughter.εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις O. 2.29
ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56
κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
“ φαμὶ γὰρ — Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Libya P. 4.14 ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' ψέος εὐρυβία Cyrene P. 9.13Ἀνταίου μέτα καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
Λίβυς, ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
Κάδμου κόραι P. 11.1
Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Muses I. 6.74 [κού[ρα] (supp. Reitzenstein i. e. Zeuxippe: κοῦ[ρος] Snell) fr. 51b.]Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι Pae. 6.16
Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Muses Πα. 7B. 16.κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43
Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel: i. e. Nereids) Θρ. 4. 5.b unmarried girl ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν Koronis, pregnant by Apollo P. 3.39Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78
“ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς” P. 9.43 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth fr. 122. 19. esp. of Pallas Athene,πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
κούρα Παλλὰς O. 13.65
Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.96
-
7 Ζεύς
Grammatical information: m.Other forms: Boeot. Lac. etc. Δεύς, voc. Ζεῦ, gen. Δι(Ϝ)ός, dat. (loc.) Δι(Ϝ)ί, dat. also ΔιϜεί (e. g. ΔιϜεί-φιλος;), acc. Ζῆν, since Hom. also Δί-α, Ζῆν-α with Ζην-ός, -ί; nom. Ζήν (A. Supp. 162 [lyr.]; or voc.?), Ζάν (Pythag., Ar.), Ζάς (Pherec. Syr.), gen. Ζανός (inscr. Chios IVa [? ] a. o.); note Δᾶν (Theocr. 4, 17); more forms in Schwyzer 576f., Leumann Hom. Wörter 288ff. and the dict.Dialectal forms: Myc. dat. diwe \/diwei\/Compounds: As 1. member in univerbations like Διόσ-κουροι (gen.; also Διεσ-κουρίδου [Priene a. o.]), ΔιϜεί-φιλος (dat.), stemform e. g. in διο-γενής; also Ζηνό-δοτος (for Διόσ-δοτος) a. o.; as 2. member in ἔνδιος, εὑδία, s. vv.; cf. also αὑτόδιον.Derivatives: δῖος, s. v.Etymology: Ols name of heaven, of the god of heaven, of the day, preserved esp. in Sanskrit, Greek and Italic, and prob. in Hittite, with several related forms: Ζεύς = Skt. dyáuḥ `(god of) heaven, day', Lat. Iovis and pob. in nu-diūs tertius `(it is) now the third day', i. e. `the day before yesterday', IE *d(i)i̯ēus; also Hitt. * šiuš, šiun(i)- `god'; Ζεῦ πάτερ = Lat. Iūpiter, Ζῆν = Skt. dyā́m, Lat. diem (with new nom. diēs, Diēspiter; cf. also Illyr. Δειπάτυρος); the other oblique cases, ΔιϜ-ός, - εί, -ί, Δία agree with Skt. diváḥ, divé, diví, dívam (partly parallell innovations). New in Greek are Ζῆν-α (after Δί-α) with Ζηνός, -ί, which contains the old acc. *Di̯ē(u)m with early loss of the u̯ seen also in Skt. Dyām; not to IE * din- `day' in Lat. nun-dinae `market-day', Skt. madhyán-dinam `midday' a. o. (after Kretschmer Glotta 14, 303f. also Τιν-δαρίδαι and 30, 93ff). - The α in Ζάς, Ζάν, Ζανός was spread from Elean Olympia, where η became ᾱ, s. Leumann Hom. Wörter 288ff. (after Kretschmer Glotta 17, 197) and Fraenkel Gnomon 23, 373. - It is generally assumed that IE *d(i)i̯ēus is an agent noon of the verb seen in Skt. dī́-de-ti `shine', gr. δέατο (s. v.) meaning `shine, glow, light'; *d(i)i̯ēus prop. "the shining, gleaming". Objections in Wackernagel BerlAkSb. 1918, 396ff. (= Kl. Schr. 1, 315ff.), Nilsson Gr. Rel. 1, 391. Beside Ζεύς etc. there is an old appellative for `god' in Skt. deváḥ = Lat. deus = Lith. diẽvas a. o., IE *deiu̯os; prop. "the heavenly, caelestis" as deriv. from the noun for `heaven'. - Except Bq see W.-Hofmann s. diēs, Fraenkel Lit. et. Wb. s. diẽvas, Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 219ff., Mayrhofer EWAia. s. dyáuh, Benveniste Origines 59f, 166. (Cf. also Τινδαρίδαι).Page in Frisk: 1,610-611Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ζεύς
См. также в других словарях:
диоскуры — кастор и Поллукс (Диоскуры) братья друзья Ср. Сколько в вас силы, молодости самой цветущей, способностей, талантов, просто... Кастор и Поллукс! (Кирсанов.) Вон куда, в мифологию метнул. (Базаров.) Тургенев. Отцы и дети. 21. Ср. Со временем, когда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
кастор и Поллукс(Диоскуры) — братья друзья Ср. Сколько в вас силы, молодости самой цветущей, способностей, талантов, просто... Кастор и Поллукс! (Кирсанов.) Вон куда, в мифологию метнул. (Базаров.) Тургенев. Отцы и дети. 21. Ср. Со временем, когда мы нашими общими аферами… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Кастор и Поллукс — Касторъ и Поллуксъ, Діоскуры (братья друзья). Ср. «Сколько въ васъ силы, молодости самой цвѣтущей, способностей, талантовъ, просто... Касторъ и Поллуксъ!» (Кирсановъ.) Вонъ куда, въ миѳологію метнулъ. (Базаровъ.) Тургеневъ. Отцы и Дѣти. 21. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
υφέν — ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ ἕν Α επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν (αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek